Κοραξοι

Κοραξοι
    I.
    Κοραξοί
    οἱ кораксы (скифское племя в Колхиде) Arst.
    II.
    Κόραξοι
    οἱ v. l. = Κόρακοι См. Κορακοι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Κοραξοι" в других словарях:

  • Κοραξοί — masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξοί — κοραξός raven black masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόραξοι — κόραξος raven black masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοραξούς — Κοραξοί masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοραξῶν — Κοραξοί masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοραξικός — κοραξικός, ή, όν (Α) [Κοραξοί] αυτός που προέρχεται από τη χώρα τών Κοραξών, λαού που ζούσε κοντά στον Εύξεινο Πόντο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»